- δρεπτός
- δρεπτός, -ή, -όν (Α)(για φιλί) αρπαχτό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δρεπτά — δρεπτός plucked neut nom/voc/acc pl δρεπτά̱ , δρεπτός plucked fem nom/voc/acc dual δρεπτά̱ , δρεπτός plucked fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρεπτόν — δρεπτός plucked masc acc sg δρεπτός plucked neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεόδρεπτος — νεόδρεπτος, ον (Α) 1. αυτός που κόπηκε πρόσφατα 2. (για βωμούς) αυτός που έχει στεφανωθεί με φρεσκοκομμένα άνθη («ποπανεύματα... κατέθεντο νεοδρέπτων ἐπὶ βωμῶν», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + δρεπτος (< δρέπτω «κόβω»), πρβλ. ά δρεπτος] … Dictionary of Greek